Κύρια Σημεία: Η στρατηγική της Ελλάδας προς την Τουρκία: η εσωτερική παράμετρος της συναίνεσης

Το Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων με αφορμή την έκδοση του βιβλίου «Εξωτερική Πολιτική της Ελλάδας-Επιλογές και Προσδοκίες στον 21ο αιώνα»  με επιμέλεια Εκάβης Αθανασοπούλου, Χαράλαμπου Τσαρδανίδη και Ευστάθιου Φακιολά διοργάνωσε διαδικτυακή συζήτηση στις 8 Ιουλίου 2021 με ομιλητές την Εκάβη Αθανασοπούλου, Επίκουρο Καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών και τον Παναγιώτη Τσάκωνα, Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Συντονιστής της συζήτησης ήταν ο Διευθυντής του ΙΔΟΣ, Χαράλαμπος Τσαρδανίδης.

Κατά τη διάρκεια της συζήτησης αναπτύχτηκαν προβληματισμοί που αφορούσαν εξελίξεις, τα οποία επηρέασαν  κατά τα τελευταία χρόνια τις ελληνοτουρκικές σχέσεις αλλά και ζητήματα εσωτερικής πολιτικής των δύο χωρών. Η κ. Αθανασοπούλου τόνισε  τη νευραλγική σημασία της εσωτερικής παραμέτρου της συναίνεσης στην ανάλυση των σχέσεων Ελλάδος-Τουρκίας Ο κ. Τσάκωνας αναφέρθηκε στην ελληνική στρατηγική «κοινωνικοποίησης» της Τουρκίας στα τέλη της δεκαετίας του ’90 μέσω της χρησιμοποίησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την Ελλάδα προκειμένου να τεθούν συγκεκριμένοι όροι και υποχρεώσεις στην Τουρκία και να δρομολογηθεί η επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών με βάση το διεθνές δίκαιο.

Ενδεικτικά, εκφράστηκε το ερώτημα, κατά πόσο οι εσωτερικοί παράγοντες της Ελλάδας (πολιτικά κόμματα και η ευρύτερη ελληνική κοινωνία) επιθυμούν  να βρεθεί, ουσιαστικά,  μία λύση στα ελληνοτουρκικά. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα αναφέρθηκε το «εγχείρημα στο Ελσίνκι» (1999), ενώ σχολιάστηκε κατά πόσο, εν τέλει, η Ευρωπαϊκή Ένωση – με τα σημερινά δεδομένα- είναι ικανή και πρόθυμη να διαδραματίσει αποφασιστικό  ρόλο ελληνοτουρκικά δρώμενα.  Επαγωγικά, στο τραπέζι της συζήτησης προσδιορίστηκαν οι επιλογές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής απέναντι στην Τουρκία και οι  προσδοκίες που τυχόν υφίσταντο όπως και οι αιτίες που επί του πρακτέου δεν μετουσιώθηκαν σε διπλωματικές ενέργειες. Ακόμα έγινε αναφορά στην επίδραση του Ελσίνκι στο ευρύτερο πλαίσιο των ελληνοτουρκικών σχέσεων, η κα. Αθανασοπούλου τόνισε ότι το Ελσίνκι ήταν μια υποσχόμενη περίοδος για τις δύο χώρες, επειδή φαινόταν ότι υπήρχε ένα βαθμός σύμπνοιας μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας, η οποία δεν φαίνεται να υφίσταται πλέον. Η κα Αθανασοπούλου έκανε αναφορά σε έναν πλέον άτυπο σήμερα «ψυχρό πόλεμο», με σκαμπανεβάσματα, ανάμεσα στις δύο χώρες.

Οι δύο συνομιλητές αναφέρθηκαν επίσης στην στρατηγική της Ελλάδος απέναντι στη Τουρκία κάνοντας διάκριση μεταξύ εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων. Οι συνομιλητές ανέλυσαν  την έννοια της συναίνεσης και προσπάθησαν να προσδιορίσουν ποιους αφορά και σε ποια ειδικότερα ζητήματα αναφέρεται. Ο κ. Τσαρδανίδης αναφέρθηκε στις δυο σχολές σκέψης που υπάρχουν στην Ελλάδα: την «αδιάλλακτη» προσέγγιση προς την Τουρκία και την «διαλλακτική» σχολή.

Σύμφωνα με την κυρία Αθανασόπουλου στην εξωτερική πολιτική της Ελλάδας προς την Τουρκία θα πρέπει να δίδεται  σημασία και στις εσωτερικές παραμέτρους και οι αναλυτές  που την εξετάζουν να μην προσκολλώνται στον παραδοσιακό τρόπο σκέψη,  δηλαδή, ότι αυτή είναι αποτέλεσμα μόνο των  εξωτερικών επιρροών/παραγόντων και επιδράσεων. Τόνισε, ότι στην περίπτωση Ελλάδας-Τουρκίας, η μη συναίνεση για εύρεση λύσεων στους κόλπους της ελληνικής κοινωνίας θα πρέπει να διερευνηθεί ως  πολιτικοκοινωνιολογικό φαινόμενο, ενώ έκανε ιδιαίτερη μνεία στην έννοια της συναίνεσης, ως απαραίτητο στοιχείο προκειμένου να δομηθεί μία βραχυπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη αποτελεσματική στρατηγική. Η περίπτωση του Ελσίνκι, αναμφίβολα, αποτέλεσε πολιτική κίνηση-πράξη ευρείας αποδοχής, από τις πολιτικές δυνάμεις της χώρας. Ωστόσο, εκτίμησε ότι δεν υπήρξε συναίνεση ώς προς όλα τα σημεία της στρατηγικής που θα έπρεπε να υιοθετηθεί, ώστε να στηριχθεί η πολιτική ομαλοποίησης των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Συγκεκριμένα, δεν υπήρξε συναίνεση, άρα νομιμοποίηση, ως προς το πώς την ανάγκη υποχωρήσεων από ελληνικής πλευράς στο θέμα της υφαλοκρηπίδας εντός του πλαισίου των διερευνητικών συζητήσεων με την Τουρκία. Από την άλλη υπογράμμισε ότι στην Τουρκία  υπάρχει μια ευρεία, σταθερή και μακροχρόνια συναίνεση στους κόλπους των πολιτικών δυνάμεων, των στρατιωτικών και της γραφειοκρατίας, αναφορικά με την πολιτική και στρατηγική έναντι της Ελλάδας.

Σύμφωνα με τον κύριο Τσάκωνα η χάραξη της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδας επηρεάζεται σαφώς από το εσωτερικό της πλαίσιο αλλά και από το κανονιστικό πλαίσιο που διέπει την λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στο τέλος της δεκαετίας του ’90 η Ελλάδα εκπόνησε και υλοποίησε μια στρατηγική η οποία εκμεταλλευόμενη το κίνητρο της Τουρκίας να κινηθεί προς την ΕΕ την υποχρέωσε ταυτόχρονα και στην αποδοχή συγκεκριμένων κανόνων αλλά και στην ικανοποίηση συγκεκριμένων προϋποθέσεων όσον αφορά στις σχέσεις της με την Ελλάδα. Ο κ. Τσάκωνας εκτίμησε ότι παρότι ο ευρωπαϊκός παράγοντας είναι σήμερα αποδυναμωμένος παρά ταύτα εξακολουθεί και είναι χρήσιμος. Επεσήμανε ότι η Ελλάδα μπορεί να έχει τη δυνατότητα μεγαλύτερου ελέγχου της Τουρκίας εάν συνδέσει ζητήματα τα οποία έχει ανάγκη η Τουρκία, όπως η Τελωνειακή Ένωση, με συγκεκριμένη αιρεσιμότητα, όπως η εγκατάλειψη του «casus belli» και η αποδοχή της δικαιοδοσίας του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης. Ο κ. Τσάκωνας συμφώνησε ότι τα ζητήματα χαμηλής πολιτικής μπορούν να καταπραΰνουν τις σχέσεις όμως το ζητούμενο για την ελληνική εξωτερική πολιτική δεν πρέπει να εξαντλείται στην ομαλοποίηση των σχέσεων με την Τουρκία αλλά να αφορά και στην επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών.

Ο κ. Τσάκωνας επεσήμανε ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική δείχνει τα τελευταία χρόνια σημάδια σταδιακής ενηλικίωσης ειδικά όσον αφορά στις συμφωνίες για την οριοθέτηση ΑΟΖ με γειτονικά της κράτη, ξεκινώντας από τα δυτικά της με την Ιταλία και την Αλβανία και προχωρώντας αργότερα σε συμφωνία για μερική οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών με την Αίγυπτο. Σημείωσε ότι συμφωνίες αυτές στέλνουν μηνύματα στην πλευρά της Τουρκίας για το πώς πρέπει και μπορούν να λειτουργούν τα πολιτισμένα κράτη προκειμένου να διευθετούν τις διαφορές τους και να επιτυγχάνουν συμφωνίες ακολουθώντας τους κανόνες του διεθνούς δικαίου.

Ο κ. Τσάκωνας σημείωσε ότι η Τουρκία δεν είναι απομονωμένη και ότι το «οικόπεδο γωνία» στο οποίο βρίσκεται εξακολουθεί να την διασώζει και να προσφέρει ισχυρά διαπραγματευτικά εργαλεία. Επεσήμανε όμως ότι η Τουρκία έχει λόγω της συμπεριφοράς της απονομιμοποιηθεί και έχει καταστεί αναξιόπιστη. Αυτό το κενό αξιοπιστίας είναι χρήσιμο να καλύψει η Ελλάδα. Ο κ. Τσάκωνας επεσήμανε επίσης ότι ειδικά μετά το αποτυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα του Ιουλίου 2016 και τις προεδρικές εκλογές ο Ερντογάν έχει καταστεί στον απόλυτο κυρίαρχο, ενώ η Τουρκία έχει μετατραπεί σε «καθεστώς του ενός ανδρός». Αυτό σημαίνει ότι η επίτευξη συναίνεσης όσον αφορά στις αποφάσεις εξωτερικής πολιτικής-που είναι το μεγάλο ζητούμενο στην Ελλάδα-δεν αποτελεί ζητούμενο για τον πανίσχυρο Τούρκο πρόεδρο.

Στο τελευταίο μέρος της συζήτησης, οι συνομιλητές αναφέρθηκαν στο ρόλο της ΕΕ στο ευρύτερο πλαίσιο των ελληνοτουρκικών σχέσεων με αφορμή μια ερώτηση για τις Αποκλειστικές Οικονομικές Ζώνες (ΑΟΖ). Ο κ. Τσαρδανίδης χαρακτήρισε αδρανή την πολιτική της ΕΕ προς την Τουρκία θέτοντας την στάση της Γερμανίας ως βασικό παράγοντα για αυτή την στάση της ΕΕ. Ο κ. Τσάκωνας έκανε διάκριση μεταξύ ευρωπαϊκών και εθνικών συμφερόντων. Η κα. Αθανασοπούλου τόνισε ότι η υποστήριξη των ελληνικών θέσεων από τους Ευρωπαίους εταίρους δεν πρέπει να θεωρηθεί ούτε δεδομένη ούτε πάγια. Παράλληλα εκτίμησε ως ορθή την στάση της ελληνικής κυβέρνησης να αναγάγει τα ελληνοτουρκικά στο ευρωπαϊκό επίπεδο και εξήρε την ελληνική διπλωματική προσπάθεια στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες με στόχο την αποκλιμάκωση της έντασης με τη γείτονα χώρα.

Τέλος, η συζήτηση κινήθηκε στην ανάλυση της εικόνας της Τουρκίας στη κοινή γνώμη όπως χτίστηκε από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ως μια «μονολιθική οντότητα που δεν αλλάζει». Οι συνομιλητές συμφώνησαν ότι αυτή η εικόνα τραυματίζει την σχέση των δύο χωρών και τη πιθανότητα επίλυσης διαφορών. Ο κ. Τσάκωνας ανέφερε ότι η Τουρκία είναι απονομιμοποιημένη αυτή τη στιγμή αλλά παραμένει νευραλγικής σημασίας για το διεθνές σύστημα. Η κα. Αθανασοπούλου υπογράμμισε ότι ενώ το σημερινό καθεστώς δεν χαίρει μεγάλης νομιμοποίησης η ίδια η Τουρκία αποτελεί μια χώρα που δεν μπορεί να απομονωθεί λόγω της πολλαπλής σημασίας της αναφορικά με το μεταναστευτικό και την καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Η κα. Αθανασοπούλου τόνισε, επίσης, την επιτυχημένη αναβάθμιση της Τουρκίας σε περιφερειακό επίπεδο καθώς από το 2000, η γειτονική χώρα κατάφερε, παρά τα όποια λάθη της, να εκμεταλλευτεί τις περιστάσεις και να αναδειχθεί σε σημαντική μεσαία δύναμη.

Ολόκληρη την εκδήλωση μπορείτε να την παρακολουθήσετε στον σύνδεσμο

https://youtu.be/7Z74rhuC5Eo

← Κύρια Σημεία: Θέλουμε Ανάπτυξη; Διαδικτυακή Συζήτηση: Θέλουμε ανάπτυξη; →

Comments are closed