Για την σημασία της έλευσης του Κινέζου προέδρου Σι Τζινπίνγκ στην Αθήνα και τις οικονομικές όσο και τις γεωπολιτικές δυναμικές που αυτή δύναται να διαμορφώσει στις ελληνο-κινεζικές σχέσεις μίλησε ο Πλάμεν Τόντσεφ, Επικεφαλής του Τμήματος Ασιατικών Σπουδών στο Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων (ΙΔΟΣ), θέτοντας παράλληλα τέσσερα κριτήρια υπό αξιολόγηση, με γνώμονα την εξυπηρέτηση των ελληνικών συμφερόντων.
Συνέντευξη στον Ανδρέα Ζαμπούκα
Πόσο επιτυχημένη και επωφελής για την Ελλάδα ήταν η επίσκεψη του Κινέζου προέδρου Σι Τζινπίνγκ;
Νομίζω ότι η σημασία αυτής της επίσκεψης, όπως και του πρόσφατου ταξιδιού του κ. Μητσοτάκη στην Σανγκάη, πρέπει να αξιολογηθεί με γνώμονα τα ελληνικά συμφέροντα και βάσει τεσσάρων κριτηρίων. Πρώτον, κατά πόσο θα αυξηθούν οι ελληνικές εξαγωγές και επενδύσεις στην Κίνα, μια και η ενίσχυση της εξωστρέφειας αποτελεί ύψιστη προτεραιότητα για την νέα κυβέρνηση; Δεύτερον, ποιές παραγωγικές επενδύσεις θα προσελκύσει η Ελλάδα – τονίζω την λέξη «παραγωγικές» – , σε συνδυασμό με την είσοδο κινεζικών τραπεζών και την αύξηση Κινέζων τουριστών τα επόμενα χρόνια; Τρίτον, πώς ακριβώς θα επωφεληθεί η Ελλάδα από τις προωθούμενες πολιτιστικές και εκπαιδευτικές δραστηριότητες ή από την συνεργασία με κινεζικά ιδρύματα στον τομέα της έρευνας και της τεχνολογίας; Τέταρτον, ποιές είναι οι ενδεχόμενες γεωπολιτικές προεκτάσεις της κινεζικής παρουσίας στην Ελλάδα, δεδομένης της εντεινόμενης αντιπαράθεσης μεταξύ πολλών δυτικών εταίρων και της Κίνας;
Ωραία, να το πάμε έτσι, βάσει των τεσσάρων κριτηρίων. Αυξάνεται η εξωστρέφεια της ελληνικής οικονομίας μέσα από την συνεργασία με την Κίνα;
Νομίζω πως ναι. Αυτήν την στιγμή η αναλογία εισαγωγών-εξαγωγών είναι 4:1, ενώ την προηγούμενη δεκαετία ξεπερνούσε το 10:1. Βέβαια, η βελτίωση αυτή οφείλεται κυρίως στην μείωση των εισαγωγών από την Κίνα κατά την διάρκεια της κρίσης. Παρόλα αυτά, είναι θετικό το γεγονός οι ελληνικές εξαγωγές αυξάνονται σε απόλυτους αριθμούς και οι προοπτικές τους είναι ενθαρρυντικές. Θέλω δε να πιστεύω ότι υπάρχουν πολλά εξαγώγιμα ελληνικά προϊόντα, εκτός από τον κρόκο και τα ακτινίδια, για τα οποία υπογράφηκαν συμφωνίες κατά την επίσκεψη του Κινέζου προέδρου.
Έχει σημασία, επίσης, να αυξηθούν οι ελληνικές επενδύσεις στην αχανή κινεζική αγορά. Υπ’ αυτήν την έννοια, η παρουσία του κ. Μητσοτάκη στα εγκαίνια ελληνικής εταιρείας κατασκευής ανελκυστήρων στην Σανγκάη έστειλε ένα σαφές μήνυμα, κυρίως προς την κινεζική πλευρά που καλείται να διευκολύνει σε μεγαλύτερο βαθμό ξένους επενδυτές. Ούτε πέρασε απαρατήρητη η παραίνεση του Έλληνα πρωθυπουργού να αρθούν ορισμένα εμπόδια στην παροχή ναυτιλιακών υπηρεσιών στην Κίνα, κάτι που σχετίζεται άμεσα με τον τεράστιο ελληνικό στόλο.
– Σε ό,τι αφορά τις κινεζικές επενδύσεις στην Ελλάδα, τί μπορούμε να περιμένουμε στο εξής;
Κατά πρώτον, επιβεβαιώθηκε περίτρανα η σημασία που αποδίδουν οι Κινέζοι στην επένδυση της COSCO στον Πειραιά. Τονίζουν σε όλους τους τόνους ότι στόχος τους είναι να καταστεί ένα από τα μεγαλύτερα λιμάνια στην Ευρώπη και είναι γεγονός ότι ο Πειραιάς αναπτύσσεται θεαματικά. Ταυτόχρονα, είναι κοινό μυστικό ότι η επέκταση της επένδυσης προκαλεί ορισμένες αντιδράσεις και υπάρχουν ερωτηματικά ως την κατανομή των οφελών – ο αριθμός των εμπορευματοκιβωτίων που διακινούνται μέσω του Πειραιά ή οι θέσεις απασχόλησης που δημιουργούνται δεν είναι οι μόνοι δείκτες επιτυχίας. Το ερώτημα τι ακριβώς αποκομίζει η κινεζική πλευρά και τι οφέλη εξασφαλίζει – ή θα μπορούσε να εξασφαλίσει – η Ελλάδα έχει μείνει σε δεύτερη μοίρα.
Σε ό,τι αφορά τα άλλα επενδυτικά projects, οι Κινέζοι έχουν εγκαταλείψει τις φιλοδοξίες τους για κατασκευή λιγνιτικών μονάδων και στρέφουν την προσοχή τους στον ΑΔΜΗΕ, όπου κατέχουν το 24% των μετοχών και ενδιαφέρονται για συμμετοχή στην διασύνδεση της ηπειρωτικής Ελλάδας με την Κρήτη. Επιτεύχθηκε, επίσης, συμφωνία για την κατασκευή μονάδας ηλιακής ενέργειας στην Κρήτη. Ο δε κατάλογος που υπογράφηκε μεταξύ του ελληνικού Υπουργείου Ανάπτυξης και του Υπουργείου Εμπορίου της Κίνας περιλαμβάνει σημαντικές δυνητικές επενδύσεις, αλλά δεν είναι δεσμευτικός και πρέπει να δούμε στην πράξη ποια απ’αυτά τα έργα θα προχωρήσουν.
– Τι ρόλο διαδραματίζει η πολιτιστική διπλωματία στις ελληνοκινεζικές σχέσεις;
Είναι ένας τομέας των διεθνών σχέσεων, στον οποίον η Ελλάδα αξίζει να επενδύσει, εκμεταλλευόμενη το γεγονός ότι είναι μια χώρα πασίγνωστη παγκοσμίως – είναι ένα brand name, χωρίς υπερβολή. Επίσης, στην Ελλάδα χρειαζόμαστε πολύ περισσότερες γνώσεις για την Κίνα και η αμοιβαία κατανόηση ασφαλώς είναι επωφελής. Η πολιτιστική διπλωματία, όμως, απαιτεί μέτρο και πρέπει να τεθεί στις σωστές τις διαστάσεις. Π.χ. η συνεχής επίκληση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού δεν επιλύει σύγχρονα προβλήματα και σίγουρα δεν απέτρεψε την κρίση της τελευταίας δεκαετίας στην Ελλάδα. Ούτε μπορεί να πει κανείς ότι Έλληνες και Κινέζοι είναι «πρώτα ξαδέλφια» που απολαμβάνουν happy reunion μετά από μερικές χιλιετίες. Το Πεκίνο προωθεί πολύ έξυπνα την πολιτιστική διπλωματία, κολακεύοντας και προδιαθέτοντας τους Έλληνες, αλλά αντιλαμβάνεστε ότι ο Σωκράτης και ο Κομφούκιος ουδεμία σχέση έχουν με την διαμετακόμιση κινεζικών εμπορευμάτων αξίας πολλών δισ. ευρώ μέσω του Πειραιά.
– Επισημαίνετε, επίσης, ενδεχόμενες γεωπολιτικές προεκτάσεις. Τι εννοείτε μ’αυτό;
Θα θυμόσαστε ότι τα προηγούμενα χρόνια η κυβέρνηση Τσίπρα υποστήριξε το Πεκίνο σε διάφορα θέματα διεθνούς πολιτικής, χωρίς μάλιστα κάποια ορατά ανταλλάγματα. Ως αποτέλεσμα, έχει δημιουργηθεί στην Δύση η αίσθηση ότι η Ελλάδα καθίσταται «πέμπτη φάλαγγα» ή «δούρειος ίππος» της Κίνας στην ΕΕ και στην ευαίσθητη περιοχή μας. Νομίζω ότι η περίοδος αυτή έχει λήξει, αλλά η νέα ελληνική κυβέρνηση παραμένει αντιμέτωπη με συσσωρευμένη καχυποψία και καλείται να πείσει τους δυτικούς εταίρους ότι τα οικονομικά ανοίγματα προς την Κίνα δεν έχουν γεωπολιτικές προεκτάσεις.
– Θεωρείτε, λοιπόν, ότι μπαίνουμε σε μια νέα περίοδο στις ελληνοκινεζικές σχέσεις;
Θα έλεγα πως ναι. Αφενός μεν διευρύνεται το πεδίο των οικονομικών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών, καθώς προστίθενται νέα πεδία, π.χ. στο εμπόριο, την ενέργεια ή τον τραπεζικό τομέα. Από την άλλη, έχουμε έναν σιωπηλό επανακαθορισμό των ελληνοκινεζικών σχέσεων, οι οποίες αναμένεται στο εξής να χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερη δόση νηφαλιότητας και πραγματισμού. Νομίζω ότι θα είναι απαλλαγμένες από «αυταπάτες» και αμφιλεγόμενες πολιτικές χειρονομίες καλής θέλησης προς το Πεκίνο. Ενώ η Κίνα είναι πολύ σημαντικός οικονομικός εταίρος, στην Ελλάδα εναπόκειται να επιδιώξει μια ισορροπημένη – και συμφέρουσα για την χώρα – αναλογία κόστους-ωφέλειας.
Ο Πλάμεν Τόντσεφ είναι Επικεφαλής Τμήματος Ασιατικών Σπουδών στο Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων (ΙΔΟΣ)
Comments are closed