Την τελευταία δεκαετία οι σχέσεις Ελλάδας-Κίνας έχουν αναπτυχθεί ταχύτατα. Με αφετηρία τη χρονική συνέχεια των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας (2004) με αυτών του Πεκίνου (2008) και κυρίως την έλευση της COSCO στο λιμάνι του Πειραιά οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών μεταλλάχθηκαν από τις αρχικές επαφές μεταξύ απομακρυσμένων κρατών σε ένα σταδιακά αναπτυσσόμενο πλέγμα, κυρίως οικονομικών, επιχειρηματικών και εν μέρει πολιτικών σχέσεων. Αυτή είναι η εκτίμηση της Κοινοπραξίας Κινεζικών Σπουδών, την οποία απαρτίζουν το Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων (ΙΔΟΣ), το Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων (ΙΔΙΣ) του Παντείου Πανεπιστημίου, το Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ), το Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και το Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου.
Η ανοδική πορεία των ελληνοκινεζικών σχέσεων συνεχίζεται παρά την οικονομική κρίση στη χώρα μας και παρά την διατήρηση ορισμένων δυσκολιών στην πραγματοποίηση της κινεζικής επένδυσης στο λιμάνι του Πειραιά. Οι προκλήσεις αυτές δεν έχουν αποθαρρύνει την Κίνα, η οποία εξακολουθεί να ενδιαφέρεται για την στενή συνεργασία με την Ελλάδα. Σε αυτό έχει συντελέσει και η πρωτοβουλία του Πεκίνου για τη δημιουργία μεταφορικών διαδρόμων με τον τίτλο One Belt One Road (OBOR) και βάσει αυτής της στρατηγικής ο Πειραιάς αποτελεί ένα από τα κύρια σημεία εμπορικής διασύνδεσης Ευρώπης-Κίνας.
Πως έχει ανταποκριθεί έως σήμερα η Αθήνα στο νέο αυτό περιβάλλον; Αν προσπεράσει κανείς τις εκκρεμότητες που συνοδεύουν την επένδυση της COSCO στον Πειραιά, ιδιαίτερη έμφαση έχει δοθεί στη συνεργασία μεταξύ των ελληνικών ναυτιλιακών επιχειρήσεων και των κινεζικών ναυπηγείων, στοιχείο χρήσιμο, αν και όχι απόλυτα επικερδές για το σύνολο της χώρας. Προσπάθειες έχουν γίνει και ως προς την προσέλκυση Κινέζων τουριστών με πολύ ενθαρρυντικά αποτελέσματα. Αντίθετα, δεν εξασφαλίζονται προς το παρόν οι προϋποθέσεις για σταθερή επέκταση των ελληνικών εξαγωγών προς τον οικονομικό γίγαντα, παρά το γεγονός ότι πρόκειται για τη δεύτερη μεγαλύτερη αγορά παγκοσμίως, με ΑΕΠ ύψους περίπου 6 τρις δολαρίων.
Η επικείμενη επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στην Κίνα το έτος που γιορτάζουμε την δεκαετή επέτειο από την υπογραφή της Συνολικής Στρατηγικής Εταιρικής Σχέσης Ελλάδας-Κίνας (2006) αποτελεί μια ιδανική ευκαιρία, ώστε να μεγιστοποιηθούν τα προσδοκώμενα κέρδη από την περαιτέρω ανάπτυξη των διμερών σχέσεων. Προς τούτο θεωρούνται σκόπιμες οι ακόλουθες ενέργειες:
- Η επιβεβαίωση του ρόλου της Ελλάδας ως διαμετακομιστικού κέντρου επί του θαλάσσιου εμπορικού δρόμου Ευρώπης-Ανατολικής Ασίας μέσω της προώθησης και στήριξης υπηρεσιών logistics και συνδυασμένων μεταφορών (intermodal transport), με την ταχεία ολοκλήρωση της ιδιωτικοποίησης του ΟΛΠ.
- H περαιτέρω προώθηση της Ελλάδας ως σημείου επενδυτικού ενδιαφέροντος μέσω και της υποβοήθησης διασύνδεσης ελληνικών επιχειρήσεων με κινεζικές. Σημειώνεται ότι έμφαση πρέπει να δοθεί στις ανταγωνιστικές μικρομεσαίες ελληνικές επιχειρήσεις, οι οποίες αδυνατούν λόγω μεγέθους να διασυνδεθούν εύκολα με αντίστοιχες κινεζικές.
- Η ουσιαστική υποστήριξη των ελληνικών επιχειρήσεων στην επέκτασή τους προς την Κίνα κατά τρόπο συντεταγμένο και όχι αποσπασματικό, όπως με μερικές εξαιρέσεις συμβαίνει έως σήμερα. Η αναμενόμενη ανάπτυξη της ιδιωτικής κατανάλωσης στην Κίνα, σε συνδυασμό με τη θετική εικόνα που υπάρχει για την Ελλάδα, αναμένονται να δημιουργήσουν σημαντικές δυνατότητες περαιτέρω ανάπτυξης του ελληνικού εξαγωγικού εμπορίου με τα περιθώρια να είναι πολύ σημαντικά – στην παρούσα φάση, μόνο 2% των ελληνικών εξαγωγών κατευθύνονται προς την κινεζική αγορά.
- Να δοθεί έμφαση στην περαιτέρω ανάπτυξη του τουριστικού ρεύματος από την Κίνα στην Ελλάδα μέσω και της διευκόλυνσης της πρόσβασης σε αυτήν, καθώς η κινεζική τουριστική αγορά παραμένει από τις πλέον ακμάζουσες και με διαρκώς αυξανόμενο ρυθμό κατανάλωσης.
- Ανάπτυξη μιας συνεκτικής στρατηγικής συνεργασίας μεταξύ ελληνικών και κινεζικών μορφωτικών και ερευνητικών ιδρυμάτων.
Πληροφορίες: ΙΔΟΣ τηλ. 210-36.20.274
Comments are closed