του Χαράλαμπου Τσαρδανίδη*
Εφημερίδα των Συντακτών 16/11/2015
Οι τρομοκρατικές ενέργειες στο Παρίσι δημιουργούν στα κράτη-μέλη της Ε.Ε. σοβαρά διλήμματα ασφαλείας, που έρχονται να προστεθούν στα σημαντικά ζητήματα της οικονομικής κρίσης, των προβλημάτων διαχείρισης των προσφύγων και της πολιτικής συγκρότησης της Ε.Ε.
Οι επιθέσεις στο Παρίσι, όπως και στις περιπτώσεις της πτώσης του ρωσικού αεροπλάνου στη Χερσόνησο του Σινά και των πρόσφατων βομβιστικών επιθέσεων στη Νότια Βηρυτό, φαίνεται να ήταν καλά οργανωμένες και σχεδιασμένες, ενώ η επιλογή των στόχων -που δεν ήταν κτίρια εμβληματικού χαρακτήρα, όπως στην περίπτωση της 11/9- δημιουργεί φόβους ότι θα επακολουθήσουν νέες τέτοιου είδους ενέργειες.
Είναι φυσικό, συνεπώς, ότι η Ε.Ε. και γενικότερα η Δύση δεν φαίνεται να έχουν άλλη επιλογή παρά να αντιδράσουν αποφασιστικά, καθώς θύματα πια της αντιπαράθεσης με το Ισλαμικό Χαλιφάτο (ISIS) κείτονται στα πεζοδρόμια της πρωτεύουσας της Γαλλίας.
Ωστόσο, υπάρχουν τρεις προκλήσεις/διλήμματα που προηγουμένως θα πρέπει να ξεπεραστούν:
Πρώτον, σε ποια έκταση θα πρέπει να ενισχυθούν τα εσωτερικά μέτρα ασφαλείας και να γίνουν τυχόν μεταβολές στη νομοθεσία, χωρίς να περιοριστούν οι δημοκρατικές ελευθερίες;
Δεύτερον, πώς θα αντιμετωπιστεί ένα ογκούμενο κύμα αντι-ισλαμικής υστερίας αλλά και εναντίωσης στην εισδοχή στις ευρωπαϊκές χώρες προσφυγικών κυμάτων, χωρίς τα πολιτικά κόμματα της Ακροδεξιάς να ενισχυθούν και χωρίς ο πολιτικός λόγος που εκφέρουν να βρίσκει μεγαλύτερη απήχηση;
Τρίτον, είναι φανερό ότι οι συνεχιζόμενες εδώ και καιρό αεροπορικές επιδρομές δεν έχουν επιφέρει ουσιαστικά αποτελέσματα ανάσχεσης του ISIS, Σήμερα, για πολλά κράτη, συμπεριλαμβανομένων της Ρωσίας και του Ιράν, η επίλυση του ζητήματος της Συρίας με διπλωματικά μέσα προβάλλει ως η προσφορότερη λύση για την εκμηδένιση του «Ισλαμικού κράτους».
Ωστόσο, η διεθνής κοινότητα είναι σήμερα ικανή να συμφωνήσει σε μια τέτοια προοπτική; Οι διαβουλεύσεις που συνεχίστηκαν το περασμένο Σάββατο στη Βιέννη φαίνεται να σημείωσαν πρόοδο, αλλά σημαντικά ζητήματα, όπως η τύχη του προέδρου Ασαντ, είναι ακόμα ανοικτά.
Η εναλλακτική προοπτική που προβάλλεται πλέον από πολλούς είναι η ανάληψη χερσαίων επιχειρήσεων.
Θα είναι δυνατόν, όμως, να συγκροτηθεί ένας μεγάλος συνασπισμός προθύμων, κατά το πρότυπο του πολέμου στο Κουβέιτ, που θα έχει την κάλυψη των Ηνωμένων Εθνών, αλλά και τη θέληση να αρχίσει εκτεταμένες στρατιωτικές επιχειρήσεις στο Ιράκ και στη Συρία εναντίον του ISIS;
Μια τέτοια προοπτική, ωστόσο, χωρίς ένα μακροπρόθεσμο συγκροτημένο σχέδιο στρατιωτικής εξόδου (exit policy) μετά την εκμηδένιση του ISIS και ανασυγκρότησης των δύο χωρών, που θα στοιχίσει εκατοντάδες δισ. δολάρια, μπορεί να επιφέρει μεγαλύτερα δεινά, ενώ το κύμα των προσφύγων από τη Συρία θα αυξηθεί δραματικά.
Τα παραδείγματα του Ιράκ και του Αφγανιστάν είναι απόδειξη ότι οι στρατιωτικές επεμβάσεις αρκετά συχνά δεν επιλύουν τα ουσιαστικά προβλήματα της περιοχής.
Η ελληνική κυβέρνηση, πολύ σύντομα, εκτός των παραπάνω διλημμάτων, ενδέχεται να βρεθεί στη δύσκολη θέση να αντιμετωπίσει τα εξής τρία σημαντικά ζητήματα:
α) τις πιέσεις να υπάρξει διεθνής έλεγχος των θαλάσσιων συνόρων της,
β) την προοπτική εγκλωβισμού στη χώρα χιλιάδων προσφύγων, εάν τα άλλα κράτη κλείσουν τα σύνορά τους και
γ) τα αιτήματα παραχώρησης βάσεων και ουσιαστικής στρατιωτικής συνδρομής, σε περίπτωση που αποφασιστεί στρατιωτική επέμβαση των συμμάχων της χώρας στη Συρία.
* αναπλ. καθηγητή Παν/μίου Αιγαίου, διευθυντή Ινστιτούτου Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων
Comments are closed